- φόνευμα
- φόνευμαthat which is destined for slaughterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόνευμα — εύματος, τὸ, Α [φονεύω] 1. το αποτέλεσμα τού φονεύω, ο φόνος 2. το αντικείμενο τού φονεύω, ο σκοτωμένος, το θύμα … Dictionary of Greek